Η Μάνα Σκύλα.

Ηταν καλοκαίρι του 1993, γύρω στις 7.30 το πρωί μιας Κυριακής όταν γυρίζοντας από ένα ξενύχτι δουλειάς από το Σίσσι Λασιθίου στο Ηράκλειο με το μηχανάκι μου διέκρινα σε έναν κάδο σκουπιδιών της εθνικής οδού, να έχουν πετάξει ένα αρίστης ποιότητας χαλί. Παρά την νύστα μου και τις υποχρεώσεις που με περίμεναν στο Ηράκλειο σταμάτησα από περιέργεια. Παρατηρώντας το αντικείμενο, άκουσα από κάτω, μέσα στον κάδο, κάτι να σαλεύει και παράξενα κλάμματα. Πέταξα το χαλί και πέντε - έξι σακκούλες και βρήκα μία σφιχτά δεμένη σακκούλα με τέσσερα φρεσκογεννημένα κουταβάκια. Πρέπει να τα είχαν πετάξει πολύ λίγη ώρα πρίν και τα σκέπασαν. Δεν εξηγείται αλλιώς πώς ήταν ζωντανά, στριμωγμένα εκεί μέσα, χωρίς αέρα.
Όντας από τότε ψυχοπονιάρης δεν μου αρκούσε απλά να τα ελευθερώσω και τα πήρα μαζί μου με το Γιαμαχάκι μου στο Ηράκλειο χωρίς να ξέρω τι να τα κάνω. Ο μόνος σκύλος που ήξερα ήταν μια "λύκαινα" που μας γαύγιζε φρικτά κάθε που περνούσαμε μπροστά από μία καγκελόπορτα γυρνώντας από το σχολείο (που είχα τελειώσει ένα χρόνο πριν). Ένα κωλόσκυλο που ότι και αν δοκίμασα να το μερώσω και να "τα βρούμε" δεν έπιασε (μέχρι και κρουασάν είχα καποτε αγοράσει μόνο για να της το δώσω). Τα πήγα εκεί. Η λύκαινα δεν είχε αλλάξει χαρακτήρα. Μόλις με είδε να σταματάω μπροστά στην καγκελόπορτα έπεσε απάνω στα κάγκελα να με "φάει" γαυγίζοντας. Μέσα σε απίστευτα ντεσιμπέλ και αναστάτωση της γειτονιάς άνοιξα την τσάντα και με κίνδυνο να μου πάρει κανένα δάχτυλο με τα δόντια της, πέρασα όπως-όπως τα τέσσερα τυφλοκούλουκα μέσα στην αυλή. Είχα σκεφτεί ότι έτσι ή άλλιώς ήταν καταδικασμένα σε έναν αργό θάνατο και το ενδεχόμενο να τα έπνιγε η κακιά σκύλα έλεγα ότι δεν θα έμενε για πολύ καιρό βάρος στην νεανική μου συνείδηση.
Και όμως το θαύμα που έλπιζα έγινε! Η σκύλα αυτή που τρία χρόνια που περνούσα έξω από το σπίτι του αφεντικού της με είχε κάνει να την χαρακτηρίσω ως το πιο αντιπαθητικό σκυλί (πραγματικός κωλοχαρακτήρας) που υπήρχε στην Κρήτη, σώπασε. Έπιασε ένα-ένα τα κουταβάκια με περισσή προσοχή και στοργή και τα πήγε μέσα στο σπιτάκι που της είχαν να κοιμάται. Ησύχασα κι εγώ. Ήθελα επειγόντως να κοιμηθώ. Ήταν κάπου δέκα ή ώρα, τελείωναν οι εκκλησίες.
Το βράδυ ξαναπήγα στην δουλειά, στο Σίσσι, κάπου 40 χιλιόμετρα από ο Ηράκλειο. Την επάυριο, Δευτέρα, δεν είχα κάποια δουλειά ή υποχρέωση στο Ηράκλειο αλλά πήρα το μηχανάκι και έκανα την διαδρομή μόνο για να πάω να δω τα σκυλάκια. Η σκύλα με υποδέχτηκε ακόμα χειρότερα από την πρώτη μέρα. Όμως μπόρεσα να δώ τα τέσσερα μικρά δίπλα στο σπιτάκι της εμφανώς περιποιημένα μάλλον και από ανθρώπινο χέρι. Τα είχαν δεχτεί και μπορούσα να γυρίσω πίσω στο Σίσσι να κοιμηθώ.
Είναι από τα πιο σημαντικά - ασήμαντα πράγματα που έχω να θυμάμαι. Μου είχε κάνει τόση εντύπωση που δικαιολογώ όσους πιστεύουν ότι τα έχω βγάλει από την ρομαντική μου φαντασία και ότι είναι άλλο ένα κεφάλαιο στην σειρά με τα παραμύθια που λέω. Το θυμήθηκα βλέποντας το παρακάτω βίντεο το οποίο αναδεικνύει το μεγαλείο της μητρότητας και πιστεύω ότι, όπως κι εμένα, θα σας αφήσει άφωνους.


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Kevin Carter: Το παιδί και το όρνιο.

Τσιόρδα, σε ψάχνουνε ρε! Πού είσαι;

Ο Κατάπτυστος Εκβιασμός τού Πρωθυπουργού στον Λαό που τον εξέλεξε.